- βελτιώνομαι
- 1) améliorer2) bonifier
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βελτιώνομαι — βελτιώνομαι, βελτιώθηκα, βελτιωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναπαίρνω — [παίρνω] 1. παίρνω 2. (για έμψυχα και άψυχα) ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναζωογονούμαι, δυναμώνω 3. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου 4. ενθαρρύνομαι 5. (για τον καιρό) βελτιώνομαι 6. (για τη βροχή) μετριάζω, καταπαύω … Dictionary of Greek
επαναφέρω — (AM ἐπαναφέρω) νεοελλ. 1. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω 2. αποκαθιστώ («επανέφερε την τάξη») 3. θέτω εκ νέου, προβάλλω μσν. ζωντανεύω, ανασταίνομαι αρχ. μσν. συνέρχομαι, αναλαμβάνω, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου αρχ. 1. αναφέρω, αποδίδω κάτι σε κάποιον… … Dictionary of Greek
καλλιοτερίζω — (Μ) [καλλιότερος] 1. πληρώνω για ζημιά που έκανα, αποζημιώνω 2. βελτιώνομαι, καλυτερεύω 3. περιποιούμαι … Dictionary of Greek
καλοτερίζω — και καλοταρίζω (Μ) 1. βελτιώνομαι 2. μέσ. καλοτερίζομαι και καλοταρίζομαι τακτοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλότερος «καλύτερος» + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek
καλοτερεύω — (Μ) βελτιώνομαι, γίνομαι καλύτερα, αναρρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλότερος «καλύτερος» + εύω] … Dictionary of Greek
καλυτερεύω — (Μ καλυτερεύω) 1. (αμτβ.) γίνομαι καλύτερος, διορθώνομαι, βελτιώνομαι, βελτιώνω τη θέση μου 2. (αμτβ.) πηγαίνω καλύτερα στην υγεία μου νεοελλ. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι καλύτερο, βελτιώνω, διορθώνω («προσπαθεί να καλυτερέψει την τύχη του»).… … Dictionary of Greek
καταρραΐζω — και καταραΐζω (Α) καταπραΰνω, κατευνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥαΐζω «αναρρώνω, βελτιώνομαι» < συγκρ. βαθμ. ῥᾷον τοῦ ῥᾶ «εύκολα»] … Dictionary of Greek
ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… … Dictionary of Greek
ξεκακίζω — 1. αποβάλλω την κακή διάθεσή μου, παύω να είμαι θυμωμένος («πήγαμε περίπατο για να ξεκακίσουμε») 2. (για τον καιρό) βελτιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κακίζω «οργίζομαι, κακιώνω»] … Dictionary of Greek
ξεκακιώνω — 1. (για μικρά παιδιά ή, με θωπευτική σημ., για γυναίκες) ξεθυμώνω 2. (για τον καιρό) μαλακώνω, βελτιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κακιώνω] … Dictionary of Greek